- προστατήριον
- προστατήριοςstanding beforemasc acc sgπροστατήριοςstanding beforeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατήριος — ία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον ή κάτι 2. αυτός που προστατεύει («προστατήριος θεός», επιγρ.) 3. το θηλ. προσωνυμία τής Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς 4. (το αρσ.) προσωνυμία τού Απόλλωνος, τού οποίου το άγαλμα ήταν τοποθετημένο … Dictionary of Greek